- κονσέρν
- τομορφή οικονομικού συνασπισμού επιχειρήσεων, που χαρακτηρίζεται από ενότητα ιδιοκτησίας και ελέγχου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. concern < μσν. αγλ. concernen < μσν. γαλλ. concerner < μσν. λατ. concernere < λατ. concernere «διαχωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.